Στα Βουνά, ο Οκτώβριος βγήκε στεγνός και χρυσαφένιος. Μόνο δυό μέρες έβρεξε στην αρχή. Ύστερα έβαλε κρύο κι έπεσε καταχνιά. Σε μια νύχτα όμως ο ουρανός ξαστέρωσε, ο καιρός έφτιαξε και το πρωί όταν ο Ταναμπάϊ έβγαινε από τη γιούργα, λίγο έλειψε να παραπατήσει από το ξάφνισμα, καθώς είδε τα βουνά με τις φρεσκοχιονισμένες κορυφές τους, που φαίνονταν λές κι’ήταν εντελώς δίπλα του, θαρρείς και δρασκέλισαν. Πόσο όμορφα τους πήγαινε το χιόνι! Υψώνονταν έτσι κάτω από τον ουράνιο θόλο, άψογα κι’αστραφτερά, ορατά στο φώς και στο σκοτάδι, λές και τώρα μόλις τ’άπλασε ο θεός. Εκεί που τέλειωνε το χιόνι, απλώνονταν το γαλάζιο του απείρου…….